κυστεομετρία

κυστεομετρία
η
ιατρ. η μελέτη τής χωρητικότητας και τής τονικότητας τής ουροδόχου κύστεως με μέτρηση, που γίνεται με ειδικό όργανο, τών πιέσεων που ασκούνται μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystometry < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + metry < -μετρία < -μέτρης < μέτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”